χάκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- χάκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Hakka < χάκα 客家
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάκα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Hakka Chinese στην αγγλική Βικιπαίδεια
- κωδικός γλώσσας: hak
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- χάκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική haka < μάορι haka
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάκα αρσενικό άκλιτο
- πολεμικός χορός με κραυγές κι επιθετικούς μορφασμούς και χειρονομίες των Μαορί της Νέας Ζηλανδίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα μάορι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)