χάμπουργκερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

χάμπουργκερ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάμπουργκερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hamburger < γερμανική Hamburger < Hamburg (Αμβούργο) +‎ -er < παλαιά άνω γερμανική Hamme (καμπή, γωνία) + -burg < πρωτογερμανική *burgz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerǵʰ- (οχυρωμένος λόφος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάμπουργκερ ουδέτερο άκλιτο

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

  • μπέργκερ (όχι αναγκαστικά με μοσχαρίσιο μπιφτέκι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]