χαλιφάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλιφάτο τα χαλιφάτα
      γενική του χαλιφάτου των χαλιφάτων
    αιτιατική το χαλιφάτο τα χαλιφάτα
     κλητική χαλιφάτο χαλιφάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλιφάτο < χαλίφης + -άτο (όπως πρίγκιπας>πριγκιπάτο, δούκας>δουκάτο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαλιφάτο ουδέτερο

  • το σύνολο της εδαφικής έκτασης που συμπίπτει με τη διοικητική περιφέρεια εντός της οποίας ασκεί ο χαλίφης τα ηγεμονικά του καθήκοντα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]