χαλκάρματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκάρματος < αρχαία ελληνική χαλκάρματος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκάρματος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκάρματος αρσενικό