χαλκομανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκομανία < (λόγιο δάνειο) ιταλική calcomania[1] / decalcomania < γαλλική décalcomanie < décalquer + -manie < dé- + calquer < ιταλική calcare < λατινική calcare < calx + αρχαία ελληνική μανία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xal.ko.maˈni.a/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαλ‐κο‐μα‐νί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκομανία θηλυκό
- διάφανη μεμβράνη με εικόνα, που μπορεί να κολληθεί σε λεία επιφάνεια, συνήθως μόνο με νερό
- ↪Βάλαμε σε όλα τα βαμμένα αβγά υπέροχες χαλκομανίες.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκομανία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χαλκομανία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)