χαλκομανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλκομανία οι χαλκομανίες
      γενική της χαλκομανίας των χαλκομανιών
    αιτιατική τη χαλκομανία τις χαλκομανίες
     κλητική χαλκομανία χαλκομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλκομανία < (λόγιο δάνειο) ιταλική calcomania[1] / decalcomania < γαλλική décalcomanie < décalquer +‎ -manie < dé- +‎ calquer < ιταλική calcare < λατινική calcare < calx + αρχαία ελληνική μανία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xal.ko.maˈni.a/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλ‐κο‐μα‐νί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαλκομανία θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]