χαλκοπράσινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλκοπράσινος η χαλκοπράσινη το χαλκοπράσινο
      γενική του χαλκοπράσινου της χαλκοπράσινης του χαλκοπράσινου
    αιτιατική τον χαλκοπράσινο τη χαλκοπράσινη το χαλκοπράσινο
     κλητική χαλκοπράσινε χαλκοπράσινη χαλκοπράσινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλκοπράσινοι οι χαλκοπράσινες τα χαλκοπράσινα
      γενική των χαλκοπράσινων των χαλκοπράσινων των χαλκοπράσινων
    αιτιατική τους χαλκοπράσινους τις χαλκοπράσινες τα χαλκοπράσινα
     κλητική χαλκοπράσινοι χαλκοπράσινες χαλκοπράσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλκοπράσινος < χαλκός και πράσινο

Επίθετο[επεξεργασία]

χαλκοπράσινος

  • που έχει χρώμα σε απόχρωση το πράσινου, προσομοιάζουσα στου χαλκού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]