χαλκόπεδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλκόπεδος < χαλκός + πέδον

Επίθετο[επεξεργασία]

χαλκόπεδος αρσενικό ή θηλυκό

  • με δάπεδο από χαλκό (ο οίκος του Δία)
χαλκόπεδον ἕδραν θεῶν (Πίνδαρος)