χαλκόπεδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χαλκόπεδος αρσενικό ή θηλυκό
- με δάπεδο από χαλκό (ο οίκος του Δία)
- χαλκόπεδον ἕδραν θεῶν (Πίνδαρος)