χαριέντως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαριέντως < χάρις

Επίρρημα[επεξεργασία]

χαριέντως ( & χάριεν)

  1. με χάρη, κομψά, ευγενικά
  2. ευνοϊκά, με καλό σκοπό