χαριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαριστικός < (ελληνιστική κοινή) χαριστικός (ευεργετικός) < χαρίζομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
χαριστικός
- που σου δίνεται χωρίς να το αξίζεις, που σου χαρίζεται
- που σου δίνει το τελειωτικό χτύπημα ( από τη φράση χαριστική βολή)
- Τραβούσαν ένα – ένα από το πόδι ή το χέρι και, αν ανάσαινε, του ‘διναν τη χαριστική. Ο Πανταζής που ήταν δίπλα μου με ρώτησε τι είναι αυτή. Του εξήγησα, ότι πρόκειται για χαριστική βολή. Τότε απελπίσθηκε. (Δ. Καλδίρης, "Το δράμα των Καλαβρύτων")
- Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο.(Γ.Ιωάννου, "13-12-43")
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- χαριστική βολή: η τελική βολή στο κεφάλι του εκτελούμενου ώστε οιονεί να του "χαρίσει" τον ακαριαίο θάνατο.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χαριστικά ως επίρρημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαριστική βολή