χαροπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χαροπός, ή, όν
- ο χαρωπός, με βλέμμα γεμάτο χαρά, που τα μάτια του αστράφτουν, που ακτινοβολεί, ο γελαστός