χαρούμενα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρούμενα < χαρούμενος

Επίρρημα[επεξεργασία]

χαρούμενα

  • με χαρούμενο τρόπο, δείχνοντας χαρά
    ο παππούς και ο εγγονός έπαιζαν μπάλα χαρούμενα στην αυλή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]