χαρτζιλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαρτζιλίκι | τα | χαρτζιλίκια |
γενική | του | χαρτζιλικιού | των | χαρτζιλικιών |
αιτιατική | το | χαρτζιλίκι | τα | χαρτζιλίκια |
κλητική | χαρτζιλίκι | χαρτζιλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρτζιλίκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική خرجلق (harçlık) + -ι (τουρκική harçlık) < αραβική خرج (kharj, δαπάνη)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xaɾ.d͡z iˈli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐τζι‐λί‐κι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτζιλίκι ουδέτερο
- μικροποσό χρημάτων που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους ή που απαιτείται για τα καθημερινά μικροέξοδα κάποιου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρτζιλίκι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (τουρκικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)