χαρτοβασίλειο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτοβασίλειο τα χαρτοβασίλεια
      γενική του χαρτοβασίλειου των χαρτοβασίλειων
    αιτιατική το χαρτοβασίλειο τα χαρτοβασίλεια
     κλητική χαρτοβασίλειο χαρτοβασίλεια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρτοβασίλειο < (καθαρεύουσα) χαρτοβασίλειον < χαρτο- + βασίλειον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική écrivassière [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρτοβασίλειο ουδέτερο

  1. (ειρωνικό) μέρος που υπάρχουν υπερβολικά πολλά χαρτιά ή έγγραφα
  2. (συνεκδοχικά) γραφειοκρατία
  3. (κατ’ επέκταση) κράτος που η γραφειοκρατία του υπερβαίνει τα συνήθη των άλλων κρατών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. * Ηπίτης, Αντώνιος. (1908) Λεξικόν ελληνογαλλικόν.