χειμέριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειμέριος < αρχαία ελληνική χειμερίζω (περνάω το χειμώνα) < χειμών < χεῖμα (ψύχος)
Επίθετο[επεξεργασία]
χειμέριος, χειμερία, χειμέριον
- ο χειμερινός στα αρχαία ελληνικά, σήμερα όμως το επίθετο συνηθίζεται σε λίγες τυποποιημένες εκφράσεις
- ορισμένα φίδια πέφτουν σε χειμερία νάρκη
- χειμερία ημέρα έλεγαν μέχρι και κατά τον 20ο αιώνα στην Ελλάδα την καλοκαιρινή μέρα που παραδόξως ήταν βροχερή
- Με κεφαλαίο, το Χειμέριον ήταν η ονομασία ακρωτηρίου της Θεσπρωτίας, το μετέπειτα "Χαρχάλι", κοντά στη σημερινή Πάργα, και Χειμέριος ο γειτονικός κόλπος
συγγενείς[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για τη χειμερία νάρκη
χειμέριος