χειροδάϊκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χειροδάϊκτος αρσενικό ή θηλυκό
- που κάποιος τον σκότωσε με τα χέρια του, δίχως φονικό όπλο
- Τοιαῦτ᾽ ἂν ἴδοις σκηνῆς ἔνδον χειροδάϊκτα σφάγι᾽ αἱμοβαφῆ, κείνου χρηστήρια τἀνδρός. (Αυτά θα τα δεις μέσα στη σκηνή του, ζώα για θυσία, αιματοβαμμένα, σφαγμένα από τα χέρια του του ίδιου -Αίας του Σοφοκλή)