χειρουργέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειρουργέω < χειρουργός
Ρήμα[επεξεργασία]
- χειρουργέω-χειρουργῶ
- αυτός που απεργάζεται με τα χέρια του κάτι, συνήθως βίαιο, αυτουργός σε κάτι κακό
- χειρουργῶν ἔσφαξεν Ἀκεστορίδην Ἀγέλαος
- μὴ τὰς πατρίδας αὐτῶν, ἀλλ᾽ αὐτοὺς τοὺς χειρουργήσαντας καὶ βουλεύσαντας : <να μην τιμωρηθούν> οι πατρίδες τους, αλλά αυτοί οι ίδιοι που το εκτέλεσαν με τα χέρια τους και εκείνοι που το επεδίωξαν (Αισχύνης)
- οικοδομώ, χτίζω
- πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο (Πλάτ.)
- χειρουργώ με τη νεοελληνική έννοια (ελληνιστική έννοια)
- ὁ χειρουργηθεὶς ἄνθρωπος (Γαληνός)