χεῖλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χείλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χειλεσ-
ονομαστική τὸ χεῖλος τὰ χείλη - χείλε
      γενική τοῦ χείλους - χείλεος τῶν χειλῶν - χειλέων
      δοτική τῷ χείλει - χείλεῐ̈ τοῖς χείλεσ(ν)
    αιτιατική τὸ χεῖλος τὰ χείλη - χείλεα
     κλητική ! χεῖλος χείλη - χείλεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χείλει - χείλεε
γεν-δοτ τοῖν  χειλοῖν - χειλέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χεῖλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χεῖλος ( & δωρικός τύποςχῆλος & αιολικός τύποςχέλλος )

  1. το χείλος του στόματος
    ἐγέλασσε χείλεσιν (όχι με την καρδιά του)
    δάκνων τὰ χείλη (δαγκώνοντας τα χείλη του, δηλ. αμήχανος)
    χείλη προσεγγίσαι χείλεσιν (για το φιλί
  2. το στόμα
    χείλεσιν ἀμφιλάλοις
    ἐπὶ τοῖς χείλεσι τὰς ψυχὰς ἔχοντες (:με την ψυχή στο στόμα)
  3. άκρο
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 97 (96-98)
    μούνη δ᾽ αὐτόθι Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν | ἔνδον ἔμεινε πίθου ὑπὸ χείλεσιν, οὐδὲ θύραζε | ἐξέπτη·
    Και μόνο η Ελπίδα εκεί στο άθραυστο σπίτι της | έμεινε μέσα, από του πιθαριού τα χείλη κάτω, κι έξω δεν πέταξε | απ᾽ την πόρτα.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  4. όχθη
    αὐτὸς δὲ ἐπὶ τοῦ χείλεος τοῦ ποταμοῦ τύπτει... (αυτός δε στην όχθη του ποταμού χτυπά...)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ἀπ᾽ ἄκρου χειλέων φιλοσοφεῖν ή άλλο απαρέμφατο: επιφανειακά
  • ἀπὸ χειλέων σε αντιδιαστολή προς το ἀπὸ καρδίας
  • ἐπ᾽ ἄκρου τοῦ χείλους : στην άκρη της γλώσσας, έτοιμος να ξεστομίσει κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]