χηλοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χηλοειδής | η | χηλοειδής | το | χηλοειδές |
γενική | του | χηλοειδούς* | της | χηλοειδούς | του | χηλοειδούς |
αιτιατική | τον | χηλοειδή | τη | χηλοειδή | το | χηλοειδές |
κλητική | χηλοειδή(ς) | χηλοειδής | χηλοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χηλοειδείς | οι | χηλοειδείς | τα | χηλοειδή |
γενική | των | χηλοειδών | των | χηλοειδών | των | χηλοειδών |
αιτιατική | τους | χηλοειδείς | τις | χηλοειδείς | τα | χηλοειδή |
κλητική | χηλοειδείς | χηλοειδείς | χηλοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χηλοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
χηλοειδής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χηλοειδής
|