χηλοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χηλοειδής η χηλοειδής το χηλοειδές
      γενική του χηλοειδούς* της χηλοειδούς του χηλοειδούς
    αιτιατική τον χηλοειδή τη χηλοειδή το χηλοειδές
     κλητική χηλοειδή(ς) χηλοειδής χηλοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χηλοειδείς οι χηλοειδείς τα χηλοειδή
      γενική των χηλοειδών των χηλοειδών των χηλοειδών
    αιτιατική τους χηλοειδείς τις χηλοειδείς τα χηλοειδή
     κλητική χηλοειδείς χηλοειδείς χηλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χηλοειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

χηλοειδής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]