χιονάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιονάκι τα χιονάκια
      γενική
    αιτιατική το χιονάκι τα χιονάκια
     κλητική χιονάκι χιονάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιονάκι < χιόν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çoˈna.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιονάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]