χιούμορ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιούμορ < αγγλική humour < παλαιά γαλλικά humor < λατινική humor / umor (υγρασία/ σωματικό υγρό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wegw- («υγρός»). Διαφορετικού ετύμου η αρχαία λέξη χυμός [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈçu.moɾ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιούμορ ουδέτερο άκλιτο

  1. εύθυμη αντιμετώπιση μιας κατάστασης μαζί με ειρωνεία και ενδεχομένως σάτιρα
  2. αστεϊσμός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)