χλαμύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χλᾰμῠδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | χλαμύς | αἱ | χλαμύδες | |
γενική | τῆς | χλαμύδος | τῶν | χλαμύδων | |
δοτική | τῇ | χλαμύδῐ | ταῖς | χλαμύσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | χλαμύδᾰ | τὰς | χλαμύδᾰς | |
κλητική ὦ! | χλαμύς | χλαμύδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χλαμύδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χλαμύδοιν | |||
Με βραχύ ύψιλον στο θέμα -ύς, -ύδος. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χλαμύς' όπως «χλαμύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλαμύς < προελληνική *χλᾰν- (συγγενές με τα χλαῖνα και χλανίς)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλαμύς [χλᾰμῠδ-], ] θηλυκό
- (ενδυμασία) κοντός, τριγωνικός μανδύας που έδεναν στον δεξί ώμο, μακεδονικής προέλευσης που υιοθέτησαν γρήγορα και οι υπόλοιποι Ελληνες, στρατιωτικό ένδυμα και κυρίως των εφήβων που περιπολούσαν έφιπποι (μέχρι να ενηλικιωθούν)
- ※ οἰκτρότατον μάτηρ σε, Χαρίξενε, δῶρον ἐς ᾄδαν, ὀκτωκαιδεκέταν ἐστόλισεν χλαμύδι
- Φρικτότερο δεν υπάρχει, η μάνα σου, Χαρίξενε, δώρο στον Άδη στα δεκαοχτώ σου χρόνια σε στόλισε με χλαμύδα.
- (@perseus.tufts.edu) ταφικό επίγραμμα που αποδίδεται στο Μελέαγρο από τα Γάδαρα (130-60 πΚΕ)
- ※ οἰκτρότατον μάτηρ σε, Χαρίξενε, δῶρον ἐς ᾄδαν, ὀκτωκαιδεκέταν ἐστόλισεν χλαμύδι
Πηγές[επεξεργασία]
- χλαμύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χλαμύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χλαμύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χλαμύς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ενδυμασία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)