χλεμπόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χλεμπόνα < μεσαιωνική ελληνική χλεμπονιάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλεμπόνα θηλυκό
- υπερώριμο αγγούρι, κολοκύθα ή πεπόνι που έχει αρχίσει να σαπίζει και έχει κιτρινωπό χρώμα
- ※ Χλεμπόνα: Τὸ πολλὰ ὥριμον ἀγγούριον καὶ ἑπομένως κύτρινον (Σύγγραμμα περιοδικόν, τόμ. 8, Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Κωνσταντινούπολη, Τουρκία, 1874, σελ. 382)
- (μεταφορικά) κιτρινοπράσινο παχύρρευστο ρόχαλο
- (μεταφορικά) γυναίκα κιτρινισμένη, πελιδνή, ωχρή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλεμπόνα
|