χλιδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλιδή οι χλιδές
      γενική της χλιδής των χλιδών
    αιτιατική τη χλιδή τις χλιδές
     κλητική χλιδή χλιδές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλιδή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χλιδή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xliˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χλι‐δή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χλιδή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χλιδή αἱ χλιδαί
      γενική τῆς χλιδῆς τῶν χλιδῶν
      δοτική τῇ χλιδ ταῖς χλιδαῖς
    αιτιατική τὴν χλιδήν τὰς χλιδᾱ́ς
     κλητική ! χλιδή χλιδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χλιδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  χλιδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλιδή < πιθανόν *χλι- με παρέκταση -δ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰley- (λάμπω). Δείτε και χλιαίνω [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χλιδή θηλυκό

  1. πλούτος, πολυτέλεια, μαλθακότητα, ηδυπάθεια, τρυφηλότητα
  2. ύβρις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]