Χονδρόμαυρο
(Ανακατεύθυνση από χονδρόμαυρο)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χονδρόμαυρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χονδρόμαυρος, μορφολογικά, χονδρό- + μαύρο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χονδρόμαυρο ουδέτερο
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στη βόρεια Ελλάδα και παράγει κόκκινο κρασί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Χονδρόμαυρο
|