χοντρογούρουνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χοντρογούρουνο τα χοντρογούρουνα
      γενική του χοντρογούρουνου των χοντρογούρουνων
    αιτιατική το χοντρογούρουνο τα χοντρογούρουνα
     κλητική χοντρογούρουνο χοντρογούρουνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χοντρογούρουνο < χοντρός + γουρούνι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χοντρογούρουνο ουδέτερο

  1. το μεγαλόσωμο γουρούνι, το σιτευτό γουρούνι
  2. (μεταφορικά) το παχύδερμο

Επίθετο[επεξεργασία]

χοντρογούρουνο ουδέτερο

  1. (υβριστικά) για άτομο ιδιαίτερα παχύσαρκο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]