χορδιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χορδιστής οι χορδιστές
      γενική του χορδιστή των χορδιστών
    αιτιατική τον χορδιστή τους χορδιστές
     κλητική χορδιστή χορδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορδιστής < (χορδίζω) χορδισ- + -τής[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xoɾ.ðiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χορ‐δι‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χορδιστής αρσενικό (θηλυκό χορδίστρια)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]