χορεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ένα ζευγάρι που χορεύει

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χορεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xoˈɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ρεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

χορεύω, πρτ.: χόρευα, αόρ.: χόρεψα, παθ.φωνή: χορεύομαι, π.αόρ.: χορεύτηκα

  1. (χορός) κινούμαι με ρυθμό, με ή χωρίς μουσική
    Χορεύετε;
    Το βαλς χορεύτηκε περισσότερο από πουθενά, στη Βιέννη.
  2. (μεταφορικά) τυραννάω κάποιον ή κάποιαν, τον "στρώνω", τον εκδικούμαι, τον τσιτσιρίζω, τον βασανίζω
    θα τον χορέψω στο ταψί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορεύω < χορός + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

χορεύω

  1. μετέχω σε χορό, είμαι χορευτής
  2. χοροπηδώ
  3. διασκεδάζω, γιορτάζω, πανηγυρίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χορός

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]