χορηγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χορηγία οι χορηγίες
      γενική της χορηγίας των χορηγιών
    αιτιατική τη χορηγία τις χορηγίες
     κλητική χορηγία χορηγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορηγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χορηγία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xo.ɾiˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ρη‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χορηγία θηλυκό

  1. (ιστορία, θέατρο) τα χρήματα που ξόδευε στην αρχαιότητα κάποιος χορηγός, προκειμένου να παρασταθεί στο θέατρο ένα δραματικό έργο
  2. (οικονομία) η καταβολή των χρημάτων που απαιτούνται για την εκτέλεση κάποιου έργου (κοινής ωφελείας) καθώς και (κατ’ επέκταση) το σχετικό ποσό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορηγία < χορηγ(ός) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χορηγία θηλυκό

  1. (θέατρο) η παροχή άφθονων χρημάτων για την κάλυψη των αναγκών του χορού σε τραγωδίες ή σε γιορτές
  2. γενικά η διάθεση μεγάλης περιουσίας για κάποιο σκοπό
  3. (ελληνιστική κοινή) η κάλυψη στρατιωτικών αναγκών, ο ανεφοδιασμός του στρατού
  4. (ελληνιστική κοινή) τροφοδοσία, πηγή για καλό ή κακό, εκείνος που θρέφει κάτι

Πηγές[επεξεργασία]