χορηγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χορηγία | οι | χορηγίες |
γενική | της | χορηγίας | των | χορηγιών |
αιτιατική | τη | χορηγία | τις | χορηγίες |
κλητική | χορηγία | χορηγίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χορηγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χορηγία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xo.ɾiˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ρη‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χορηγία θηλυκό
- (ιστορία, θέατρο) τα χρήματα που ξόδευε στην αρχαιότητα κάποιος χορηγός, προκειμένου να παρασταθεί στο θέατρο ένα δραματικό έργο
- (οικονομία) η καταβολή των χρημάτων που απαιτούνται για την εκτέλεση κάποιου έργου (κοινής ωφελείας) καθώς και (κατ’ επέκταση) το σχετικό ποσό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χορηγία
Αναφορές[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χορηγία θηλυκό
- (θέατρο) η παροχή άφθονων χρημάτων για την κάλυψη των αναγκών του χορού σε τραγωδίες ή σε γιορτές
- γενικά η διάθεση μεγάλης περιουσίας για κάποιο σκοπό
- (ελληνιστική κοινή) η κάλυψη στρατιωτικών αναγκών, ο ανεφοδιασμός του στρατού
- (ελληνιστική κοινή) τροφοδοσία, πηγή για καλό ή κακό, εκείνος που θρέφει κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- χορηγία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χορηγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θέατρο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)