χορομανής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορομανής < χορός + μαίνομαι

Επίθετο[επεξεργασία]

χορομανής, ής, ές

  1. που λατρεύει το χορό
  2. που όταν χορεύει καταλαμβάνεται από μανία