χοροπηδητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοροπηδητό < χοροπηδώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χοροπηδητό ουδέτερο ( & χοροπήδημα)
- το χοροπήδημα, το να πηδάει κανείς πάνω-κάτω συνέχεια, πάνω στο κρεβάτι ή στο πάτωμα, είτε παίζοντας είτε χορεύοντας
- Σταματήστε το χοροπηδητό γιατί θα θα ανέβει ο από κάτω και θα μας απειλήσει πάλι με έξωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χοροπηδητό
|