χούι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χούι | τα | χούγια |
γενική | του | χουγιού | των | χουγιών |
αιτιατική | το | χούι | τα | χούγια |
κλητική | χούι | χούγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χούι < (άμεσο δάνειο) τουρκική huy < περσική خوى (χūy)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χούι ουδέτερο
- η συνήθεια, κυρίως η ενοχλητική για τους άλλους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνήθως μόνο στην ονομαστική του ενικού και στην ονομαστική του πληθυντικού (χούγια)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)