χρήστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρήστης οι χρήστες
      γενική του χρήστη των χρηστών
    αιτιατική τον χρήστη τους χρήστες
     κλητική χρήστη χρήστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρήστης < αρχαία ελληνική χρῶμαι (αοριστικό θέμα χρησ-) + -της (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική usager[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxɾi.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρή‐στης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρήστης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & χρήστρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

(πληροφορική):

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χρήστης οἱ χρῆσται
      γενική τοῦ χρήστου τῶν χρηστῶν
      δοτική τῷ χρήστ τοῖς χρήσταις
    αιτιατική τὸν χρήστην τοὺς χρήστᾱς
     κλητική ! χρῆστ χρῆσται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρήστ
γεν-δοτ τοῖν  χρήσταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. χρήστης < κίχρημι
  2. χρήστης < χράω
  3. χρήστης < χράομαι / κίχραμαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρήστης αρσενικό

  1. πιστωτής, τοκογλύφος
  2. (ελληνιστική κοινή) μάντης, αυτός που δίνει χρησμό
  3. (ελληνιστική κοινή) χρεώστης, οφειλέτης

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Σε ορισμένες περιπτώσεις η γενική πληθυντικού ήταν χρήστων, για να μην υπάρχει παρανόηση με το αρχαιοελληνικό χρηστός.

Πηγές[επεξεργασία]