χρεωκοπημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρεωκοπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χρεωκοπώ
Μετοχή[επεξεργασία]
χρεωκοπημένος -η -ο
- που έχει χρεωκοπήσει
- οι χρεωκοπημένες οικονομίες/ επιχειρήσεις
- (μεταφορικά) που έχει αποτύχει ολοκληρωτικά
- η χρεωκοπημένη κυβέρνηση
- θύματα των χρεωκοπημένων συστημάτων
- οι περισσότεροι ψηφοφόροι προτίμησαν να μην σταυρώσουν χρεωκοπημένους πολιτικούς