χριστουγεννιάτικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χριστουγεννιάτικα < χριστουγεννιάτικος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

χριστουγεννιάτικα

  1. κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων ή ανήμερα των Χριστουγέννων
    κοίτα τι πάθαμε χριστουγεννιάτικα
  2. με τρόπο που ταιριάζει στην εορταστική ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων
    Στόλισαν την πόλη χριστουγεννιάτικα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

χριστουγεννιάτικα