χριστουγεννιάτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χριστουγεννιάτικα < χριστουγεννιάτικος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
χριστουγεννιάτικα
- κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων ή ανήμερα των Χριστουγέννων
- κοίτα τι πάθαμε χριστουγεννιάτικα
- με τρόπο που ταιριάζει στην εορταστική ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων
- Στόλισαν την πόλη χριστουγεννιάτικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χριστουγεννιάτικα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χριστουγεννιάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χριστουγεννιάτικος