χρυσόβουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρυσόβουλο < μεσαιωνική ελληνική χρυσόβουλλον < χρυσο- + βούλλα/βούλα
- Γράφεται με ένα λ, καθώς έχει απλοποιηθεί ορθογραφικά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρυσόβουλο ουδέτερο
- (ιστορία) διάταγμα που το υπογράφει ο βυζαντινός αυτοκράτορας με χρυσά γράμματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρυσόβουλο