χρυσόλογχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσόλογχος < χρυσός και λόγχη

Επίθετο[επεξεργασία]

χρυσόλογχος,ος,ον

  • με χρυσή λόγχη, χρυσό ακόντιο ή δόρυ