χρωματουργείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρωματουργείο τα χρωματουργεία
      γενική του χρωματουργείου των χρωματουργείων
    αιτιατική το χρωματουργείο τα χρωματουργεία
     κλητική χρωματουργείο χρωματουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρωματουργείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα χρωματουργ(εῖον)[1] + -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε χρωματ- + -ουργείο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾo.ma.tuɾˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρω‐μα‐τουρ‐γεί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρωματουργείο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. χρωματουργεῖον σελ.7938 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)

Πηγές[επεξεργασία]