χρωμοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρωμοφόρος αρσενικό και ουδέτερο το χρωμοφόρο
- το τμήμα του μορίου μιας ουσίας που είναι ο φορέας του χρώματός της
Επίθετο[επεξεργασία]
χρωμοφόρος, -ος/-α, ο
- αυτός που φέρει ένα χρώμα
- χρωμοφόρες ομάδες, ενώσεις, χρωμοφόρα στοιχεία μορίων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρωμοφόρος
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)