χτένισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χτένισμα < χτενίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χτένισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του χτενίζω
- η μορφή που παίρνουν τα μαλλιά όταν χτενιστούν με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, η κόμμωση