χτυπητήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χτυπητήρι τα χτυπητήρια
      γενική του χτυπητηριού των χτυπητηριών
    αιτιατική το χτυπητήρι τα χτυπητήρια
     κλητική χτυπητήρι χτυπητήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χτυπητήρι < χτυπη- (χτυπώ) + -τήρι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xti.piˈti.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χτυ‐πη‐τή‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χτυπητήρι ουδέτερο

  1. εργαλείο κουζίνας για χτύπημα ή ανακάτεμα υλικών
     συνώνυμα: αναδευτήρας
  2. εργαλείο για το χτύπημα ή τίναγμα χαλιών
     συνώνυμα: τιναχτήρι
  3. (παρωχημένο) ρόπτρο εξώπορτας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χτύπος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]