χτύπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χτύπος οι χτύποι
      γενική του χτύπου των χτύπων
    αιτιατική τον χτύπο τους χτύπους
     κλητική χτύπε χτύποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χτύπος < μεσαιωνική ελληνική χτύπος < αρχαία ελληνική κτύπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χτύπος αρσενικό

  1. επαναλαμβανόμενος ρυθμικός θόρυβος
  2. κρότος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]