χυδαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χυδαιότητα < ελληνιστική κοινή χυδαιότης (από αιτιατική -τητα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.ðeˈo.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χυδαιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του χυδαίου
- (γενικά, ιδίως στον πληθυντικό) χυδαία συμπεριφορά ή λόγια
- μα τι 'χυδαιότητες είναι αυτές! Η συζήτηση πρέπει να γίνεται με κόσμιο τρόπο.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χυδαϊσμός
- χυδαιολογώ
- και → δείτε τη λέξη χυδαίος