χωνάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χωνάκι τα χωνάκια
      γενική
    αιτιατική το χωνάκι τα χωνάκια
     κλητική χωνάκι χωνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωνάκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χωνάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό για το: χωνί
  2. (ειδικότερα) λεπτό και τραγανό μπισκότο σε σχήμα κώνου που χρησιμοποιείται για να τοποθετείται μέσα του παγωτό χύμα
  3. (κατ’ επέκταση) γενική ονομασία για χύμα παγωτά που πωλούνται αφού μπουν σε χωνάκι παγωτού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χωνί