χωρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωρισμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
χωρισμένος, -η, -ο
- που έχει χωριστεί
- (για συζύγους)
- που έχει χωρίσει, που δεν ζει πια μαζί με τον άλλο· (κατ’ επέκταση) που έχει πάρει διαζύγιο
- που έχει πάρει διαζύγιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωρισμένος
|