ψάλτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ψάλτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψάλτης οι ψάλτες, ψάλτηδες
ψαλτάδες
      γενική του ψάλτη των ψαλτών, ψάλτηδων
ψαλτάδων
    αιτιατική τον ψάλτη τους ψάλτες, ψάλτηδες
ψαλτάδες
     κλητική ψάλτη ψάλτες, ψάλτηδες
ψαλτάδες
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψάλτης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ψάλτης < αρχαία ελληνική ψάλτης (εκτελεστής άρπας) < ψάλλω[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψάλτης αρσενικό (θηλυκό ψάλτρια)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Το δίχρονο ως βραχύ ψᾰλ- από το θέμα του μέλλοντα του ψάλλω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψάλτης οἱ ψάλται
      γενική τοῦ ψάλτου τῶν ψαλτῶν
      δοτική τῷ ψάλτ τοῖς ψάλταις
    αιτιατική τὸν ψάλτην τοὺς ψάλτᾱς
     κλητική ! ψάλτ ψάλται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψάλτ
γεν-δοτ τοῖν  ψάλταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψάλτης < ψάλλω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψάλτης, -ου, αρσενικό (θηλυκό ψάλτρια)

  1. εκείνος που παίζει κιθάρα ή άρπα
     συνώνυμα: κιθαριστής
  2. (ελληνιστική σημασία , θρησκεία) εκείνος που ψάλλει, ο ψάλτης

Πηγές[επεξεργασία]