ψήνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ψήνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ψήνω
- με επιπλέον σημασία: σκέφτομαι να κάνω κάτι
- ↪ Ψήνομαι ν' αγοράσω καινούριο υπολογιστή.