ψαροτούφεκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Μήπως γνωρίζετε κάποιο λεξικό με αυτό το λήμμα? Το επέλεξε ως τίτλο άρθρου η Βικιπαίδεια, και υπάρχει αντιγραμμένο πολλές φορές στο διαδίκτυο. Sarri.greek 11:26, 31 Αυγούστου 2020 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαροτούφεκο τα ψαροτούφεκα
      γενική του ψαροτούφεκου των ψαροτούφεκων
    αιτιατική το ψαροτούφεκο τα ψαροτούφεκα
     κλητική ψαροτούφεκο ψαροτούφεκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαροτούφεκο < ψαροντούφεκο με λόγια επίδραση στο [d] > [t]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psa.ɾoˈtu.fe.ko/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψαροτούφεκο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]