ψαροφάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαροφάγος < ψαρο- + -φάγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psa.ɾoˈfa.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψα‐ρο‐φά‐γος

Επίθετο[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαροφάγος η ψαροφάγα το ψαροφάγο
      γενική του ψαροφάγου της ψαροφάγας του ψαροφάγου
    αιτιατική τον ψαροφάγο την ψαροφάγα το ψαροφάγο
     κλητική ψαροφάγε ψαροφάγα ψαροφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαροφάγοι οι ψαροφάγες τα ψαροφάγα
      γενική των ψαροφάγων των ψαροφάγων των ψαροφάγων
    αιτιατική τους ψαροφάγους τις ψαροφάγες τα ψαροφάγα
     κλητική ψαροφάγοι ψαροφάγες ψαροφάγα
Και λόγιο θηλυκό όπως η κλίση του αρσενικού.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ψαροφάγος, -α, -ο[1][2]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαροφάγος οι ψαροφάγοι
      γενική του ψαροφάγου των ψαροφάγων
    αιτιατική τον ψαροφάγο τους ψαροφάγους
     κλητική ψαροφάγε ψαροφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ψαροφάγος αρσενικό [3]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ως ουσιαστικά, αρσενικό -ος, θηλυκό -α στο Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. ως επίθετο σε -ος, -ος, -ο στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. ως αρσενικό ουσιαστικό στο ψαροφάγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας