ψατζή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψατζή < αρχαία ελληνικά ψιακί < *ψιάκιον, υποκορ. του μετγν. ψίαξ (= σταγόνα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψατζή θηλυκό

  1. (κυπριακά) το υπερβολικό κρύο
  2. (κυπριακά) το δηλητήριο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]