ψευδάνθρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευδάνθρακας < (καθαρεύουσα) ψευδάνθραξ < ψευδ- + άνθραξ / άνθρακας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδάνθρακας αρσενικό
- (ιατρική) δερματική νόσος με φλεγμονές και εμφάνιση και συνένωση πολλών δοθιηνών. Προκαλείται από τα μικρόβια του χρυσίζοντος σταφυλόκοκκου ή σπανιότερα του στρεπτόκοκκου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ψευδανθρακικός
- → δείτε τις λέξεις ψευδής και άνθρακας